- τετραφάρμακον
- τετραφάρμακοςcompounded of four drugsmasc/fem acc sgτετραφάρμακοςcompounded of four drugsneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τετραφάρμακος — ον, ΜΑ μσν. αυτός που αποτελείται από τέσσερα φάρμακα αρχ. 1. το θηλ. ως ουσ. ἡ τετραφάρμακος α) είδος εμπλάστρου από κηρό, στέαρ, πίσσα και ρητίνη β) οι πρώτες τέσσερεις «Κύριαι Δόξαι» τού Επικούρου 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τετραφάρμακον το… … Dictionary of Greek